- παρκετάρω
- 1. επιστρώνω το δάπεδο δωματίων ή αιθουσών με παρκέτο2. γυαλίζω το παρκέτο με παρκετίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parqueter < parquet (βλ. λ. παρκέ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρκετάρω — παρκετάρισα, παρκεταρίστηκα, παρκεταρισμένος, στιλβώνω, γυαλίζω το ξύλινο πάτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρκετάρισμα — το 1. η επίστρωση τού δαπέδου δωματίων ή αιθουσών με παρκέτο 2. το γυάλισμα τού παρκέτου με παρκετίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρκετάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek